κάθιδρος

κάθιδρος
-η, -ο (AM κάθιδρος, -ον, Α και καθίδρως, -ωτος, ό, ή)
γεμάτος ιδρώτα, καταϊδρωμένος, βουτηγμένος στον ιδρώτα, κατακουρασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -ιδρος (< ἱδρώς) πρβλ. άν-ιδρος, έφ-ιδρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κάθιδρος — sweating violently masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάθιδρος — η, ο βουτηγμένος στον ιδρώτα, καταϊδρωμένος: Το καλοκαίρι, όσοι εργάζονται σε σκληρές δουλειές, γίνονται κάθιδροι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καθίδρως — κάθιδρος sweating violently adverbial κάθιδρος sweating violently masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιδρώτας — Υγρό που εκκρίνεται από ορισμένους αδένες (τους λεγόμενους ιδρωτοποιούς), οι οποίοι βρίσκονται σε όλες τις δερματικές περιοχές και το εκχέουν στην επιφάνεια του δέρματος. Η έκκριση του ι. ποικίλλει σημαντικά ανάμεσα στα άτομα. Είναι μεγαλύτερη… …   Dictionary of Greek

  • καθίδρως — καθίδρως, ωτος, ὁ, ἡ (Α) βλ. κάθιδρος …   Dictionary of Greek

  • καθιδρώ — καθιδρῶ, όω (AM) [κάθιδρος] (επιτατ. τού ιδρώ, όω) είμαι καταϊδρωμένος, ιδρώνω πολύ, λούζομαι στον ιδρώτα …   Dictionary of Greek

  • κατιδίω — (Α) είμαι κάθιδρος, εργάζομαι ιδρωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἰδίω «ιδρώνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”